- γοντζές
- ο бот. бутон; почка; глазок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γοντζές — και γοντσές και κοντσές, ο 1. μπουμπούκι 2. μάτι κλαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gonce] … Dictionary of Greek